δεσποτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεσποτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δεσποτικός < μεσαιωνική ελληνική δεσποτικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðe.spo.tiˈko/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεσποτικό ουδέτερο
- (θρησκεία) ειδικό περίτεχνο κάθισμα (σαν θρόνος) του δεσπότη, που βρίσκεται δίπλα από το δεξί ψαλτήρι
- η κατοικία ενός δεσπότη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δεσπότης
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεσποτικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδεσποτικό
- αιτιατική ενικού του δεσποτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δεσποτικός