Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεσποτικό τα δεσποτικά
      γενική του δεσποτικού των δεσποτικών
    αιτιατική το δεσποτικό τα δεσποτικά
     κλητική δεσποτικό δεσποτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεσποτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δεσποτικός < μεσαιωνική ελληνική δεσποτικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðe.spo.tiˈko/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεσποτικό ουδέτερο

  1. (θρησκεία) ειδικό περίτεχνο κάθισμα (σαν θρόνος) του δεσπότη, που βρίσκεται δίπλα από το δεξί ψαλτήρι
  2. η κατοικία ενός δεσπότη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δεσποτικό