κάθισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κάθισμα < μεσαιωνική ελληνική κάθισμα[1] [2] (για τις θρησκευτικές σημασίες) < ελληνιστική κοινή κάθισμα[1] [2] < αρχαία ελληνική καθίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κάθισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καθίζω
- οποιοδήποτε έπιπλο χρησιμεύει για να κάθεται κάποιος
- ο τρόπος που έχει καθήσει κάποιος
- (ναυτικός όρος) προσάραξη πλεούμενου σε ρηχά
- (θρησκεία) τροπάριο κατά την ανάγνωση ή το ψάλσιμο τού οποίου οι πιστοί κάθονται
- (θρησκεία) μοναχική καλυβίτσα
- → δείτε τις λέξεις ερημητήριο και σκήτη
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 κάθισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- 1 2 κάθισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)