καθισματάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καθισματάκι | τα | καθισματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καθισματάκι | τα | καθισματάκια |
κλητική | καθισματάκι | καθισματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθισματάκι ουδέτερο
- κάθισμα μικρών διαστάσεων, συνήθως για παιδί ή βρέφος
- έβαλε το μωρό στο καθισματάκι του στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθισματάκι
|