Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καθισματάκι τα καθισματάκια
      γενική
    αιτιατική το καθισματάκι τα καθισματάκια
     κλητική καθισματάκι καθισματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθισματάκι < κάθισμα + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθισματάκι ουδέτερο

  1. κάθισμα μικρών διαστάσεων, συνήθως για παιδί ή βρέφος
    έβαλε το μωρό στο καθισματάκι του στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου

  Μεταφράσεις επεξεργασία