πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έπιπλο τα έπιπλα
      γενική του επίπλου
& έπιπλου
των επίπλων
    αιτιατική το έπιπλο τα έπιπλα
     κλητική έπιπλο έπιπλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έπιπλο ουδέτερο

  1. ονομασία χρηστικών αντικειμένων (συνήθως κινητών) που χρησιμοποιούνται κυρίως σε κλειστούς χώρους, σπίτια, γραφεία, καταστήματα
    Πρέπει να αγοράσουμε καινούρια έπιπλα για το σπίτι.
    Μερικά έπιπλα:
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) για άτομο χωρίς ιδιαίτερα πνευματικά χαρίσματα, που συνοδεύει άλλο πρόσωπο
    Όπου πάμε, μας κουβαλάει κι αυτό το έπιπλο, την Τάδε.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία