έπιπλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έπιπλο | τα | έπιπλα |
γενική | του | επίπλου & έπιπλου |
των | επίπλων |
αιτιατική | το | έπιπλο | τα | έπιπλα |
κλητική | έπιπλο | έπιπλα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- έπιπλο < αρχαία ελληνική ἔπιπλον (συνήθως στον πληθυντικό: ἔπιπλα)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
έπιπλο ουδέτερο
- ονομασία χρηστικών αντικειμένων (συνήθως κινητών) που χρησιμοποιούνται κυρίως σε κλειστούς χώρους, σπίτια, γραφεία, καταστήματα
- (μεταφορικά, μειωτικό) για άτομο χωρίς ιδιαίτερα πνευματικά χαρίσματα, που συνοδεύει άλλο πρόσωπο
- Όπου πάμε, μας κουβαλάει κι αυτό το έπιπλο, την Τάδε.