μόμπιλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μόμπιλο | τα | μόμπιλα |
γενική | του | μόμπιλου | των | μόμπιλων |
αιτιατική | το | μόμπιλο | τα | μόμπιλα |
κλητική | μόμπιλο | μόμπιλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμόμπιλο ουδέτερο
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) το έπιπλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μόμπιλο
|