μομπιλάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
μομπιλάρω
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) το επιπλώνω
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μομπιλάρω
|