Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μομπιλάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μομπιλάρω
<
ιταλική
mobiliare
<
mobile
/
mobilio
<
λατινική
mobilis
<
moveo
Ρήμα
επεξεργασία
μομπιλάρω
(
παρωχημένο
,
ιδιωματικό
) το
επιπλώνω
Συγγενικά
επεξεργασία
μόμπιλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μομπιλάρω
→
δείτε
τη λέξη
επιπλώνω