mobile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mobile < (κληρονομημένο) μέση αγγλική mobile < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική mobile < λατινική mobilis
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | mobile |
συγκριτικός | more mobile |
υπερθετικός | most mobile |
mobile (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mobile | mobiles |
mobile (en)
- (τηλεπικοινωνίες) το κινητό τηλέφωνο
- το μόμπιλο (είδος γλυπτού)
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmobile (fr) αρσενικό
- το κίνητρο
- το κινητό τηλέφωνο
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmobile (it)