ευκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /efˈci.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐κί‐νη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαευκίνητος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που κινείται εύκολα (και ταχέως)
- (μεταφορικά) που διακρίνεται για την ευστροφία και την εξυπνάδα του
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευκίνητος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ευκίνητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας