δυσκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσκίνητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσκίνητος < δυσ- + -κίνητος (κινέω / κινῶ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈsci.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυσ‐κί‐νη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαδυσκίνητος, -η, -ο
- που κινείται αργά ή με μεγάλη δυσκολία
- (μεταφορικά) που δεν παίρνει εύκολα αποφάσεις
- (μεταφορικά) που έχει δυσκολία στην αντίληψη, που αργεί να καταλάβει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- δυσκινησία
- δυσκίνητα
- → δείτε τις λέξεις δυσ- και κινώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσκίνητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσκίνητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσκίνητος < δυσ- + -κίνητος (κινέω / κινῶ)
Επίθετο
επεξεργασίαδυσκίνητος, -ος, -ον
- δυσκίνητος, αργοκίνητος
- (μεταφορικά) σταθερός, αμετακίνητος στις απόψεις
- (μεταφορικά) σκληρός, αδυσώπητος, αμείλικτος
Συγγενικά
επεξεργασία- δυσκινησία
- δυσκινητέω
- δυσκινήτως (επίρρημα)
→ και δείτε τις λέξεις δυσ- και κινέω
Πηγές
επεξεργασία- δυσκίνητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσκίνητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.