↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσκίνητος η δυσκίνητη το δυσκίνητο
      γενική του δυσκίνητου της δυσκίνητης του δυσκίνητου
    αιτιατική τον δυσκίνητο τη δυσκίνητη το δυσκίνητο
     κλητική δυσκίνητε δυσκίνητη δυσκίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσκίνητοι οι δυσκίνητες τα δυσκίνητα
      γενική των δυσκίνητων των δυσκίνητων των δυσκίνητων
    αιτιατική τους δυσκίνητους τις δυσκίνητες τα δυσκίνητα
     κλητική δυσκίνητοι δυσκίνητες δυσκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσκίνητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσκίνητος < δυσ- + -κίνητος (κινέω / κινῶ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðiˈsci.ni.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυσ‐κί‐νη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσκίνητος, -η, -ο

  1. που κινείται αργά ή με μεγάλη δυσκολία
  2. (μεταφορικά) που δεν παίρνει εύκολα αποφάσεις
     συνώνυμα: νωθρός
  3. (μεταφορικά) που έχει δυσκολία στην αντίληψη, που αργεί να καταλάβει
     συνώνυμα: αργόστροφος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσκίνητος τὸ δυσκίνητον
      γενική τοῦ/τῆς δυσκινήτου τοῦ δυσκινήτου
      δοτική τῷ/τῇ δυσκινήτ τῷ δυσκινήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσκίνητον τὸ δυσκίνητον
     κλητική ! δυσκίνητε δυσκίνητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσκίνητοι τὰ δυσκίνητ
      γενική τῶν δυσκινήτων τῶν δυσκινήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσκινήτοις τοῖς δυσκινήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσκινήτους τὰ δυσκίνητ
     κλητική ! δυσκίνητοι δυσκίνητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσκινήτω τὼ δυσκινήτω
      γεν-δοτ τοῖν δυσκινήτοιν τοῖν δυσκινήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσκίνητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσκίνητος < δυσ- + -κίνητος (κινέω / κινῶ)

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσκίνητος, -ος, -ον

  1. δυσκίνητος, αργοκίνητος
  2. (μεταφορικά) σταθερός, αμετακίνητος στις απόψεις
  3. (μεταφορικά) σκληρός, αδυσώπητος, αμείλικτος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δυσ- και κινέω