κινέω
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κινέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey-
ΡήμαΕπεξεργασία
κινέω
- κάνω κάτι να κινηθεί, σπρώχνω, ανακινώ,
- διαταράσσω, διεγείρω ωθώ, παρακινώ, παρορμώ κάποιον σε ενέργεια, παράγω, προκαλώ
- συνουσιάζομαι, γαμώ [1]
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- κινηθμός (η κίνηση)
- τό κίνημα
- ἡ κίνησις,-εως
- ὁ κινητήρ,-ῆρος
- τό κινητέον
- κινητής-οῦ
- κινητήριος,α,ον
- κινητικός,ή,όν
- κινητός,ή,όν
- τό κίνητρον (π.χ. η κουτάλα, ο μοχλός)
- κινητέος,α,ον
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ἀνακινέω-ῶ
- διακινέω-ῶ
- μετακινέω-ῶ
- παρακινέω-ῶ
- προκινέω-ῶ
- συγκινέω-ῶ
- ὑποκινέω-ῶ
- ἀντικινέω-ῶ
- αὐτοκινέω-ῶ
- ἐγκινέομαι
- ἐκκινέω-ῶ
- ἐπικινέω-ῶ
- κατακινέω-ῶ
- περικινέω-ῶ
- προσκινέομαι
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «κινέω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «κινέω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.