Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακινώ < αρχαία ελληνική άνακινώ

  Ρήμα επεξεργασία

ανακινώ

  1. επαναφέρω προς εξέταση ένα θέμα που άλλοι θεωρούσαν ότι είχε "κλείσει" και προκαλώ δυσαρέσκεια, αναταράζω λιμνάζοντα νερά
    Η Τουρκία ανακινεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας
  2. αναταράζω, ανακατεύω, κινώ κάθετα
    Ανακίνησε καλά το σιρόπι προτού το ανοίξεις

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία