ανακινώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακινώ < αρχαία ελληνική άνακινώ
Ρήμα
επεξεργασίαανακινώ
- επαναφέρω προς εξέταση ένα θέμα που άλλοι θεωρούσαν ότι είχε "κλείσει" και προκαλώ δυσαρέσκεια, αναταράζω λιμνάζοντα νερά
- Η Τουρκία ανακινεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας
- αναταράζω, ανακατεύω, κινώ κάθετα
- Ανακίνησε καλά το σιρόπι προτού το ανοίξεις
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακινώ | ανακινούσα | θα ανακινώ | να ανακινώ | ανακινώντας | |
β' ενικ. | ανακινείς | ανακινούσες | θα ανακινείς | να ανακινείς | (ανακίνει) | |
γ' ενικ. | ανακινεί | ανακινούσε | θα ανακινεί | να ανακινεί | ||
α' πληθ. | ανακινούμε | ανακινούσαμε | θα ανακινούμε | να ανακινούμε | ||
β' πληθ. | ανακινείτε | ανακινούσατε | θα ανακινείτε | να ανακινείτε | ανακινείτε | |
γ' πληθ. | ανακινούν(ε) | ανακινούσαν(ε) | θα ανακινούν(ε) | να ανακινούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακίνησα | θα ανακινήσω | να ανακινήσω | ανακινήσει | ||
β' ενικ. | ανακίνησες | θα ανακινήσεις | να ανακινήσεις | ανακίνησε | ||
γ' ενικ. | ανακίνησε | θα ανακινήσει | να ανακινήσει | |||
α' πληθ. | ανακινήσαμε | θα ανακινήσουμε | να ανακινήσουμε | |||
β' πληθ. | ανακινήσατε | θα ανακινήσετε | να ανακινήσετε | ανακινήστε | ||
γ' πληθ. | ανακίνησαν ανακινήσαν(ε) |
θα ανακινήσουν(ε) | να ανακινήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακινήσει | είχα ανακινήσει | θα έχω ανακινήσει | να έχω ανακινήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακινήσει | είχες ανακινήσει | θα έχεις ανακινήσει | να έχεις ανακινήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανακινήσει | είχε ανακινήσει | θα έχει ανακινήσει | να έχει ανακινήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακινήσει | είχαμε ανακινήσει | θα έχουμε ανακινήσει | να έχουμε ανακινήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακινήσει | είχατε ανακινήσει | θα έχετε ανακινήσει | να έχετε ανακινήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακινήσει | είχαν ανακινήσει | θα έχουν ανακινήσει | να έχουν ανακινήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακινούμαι | ανακινούμουν | θα ανακινούμαι | να ανακινούμαι | ||
β' ενικ. | ανακινείσαι | ανακινούσουν | θα ανακινείσαι | να ανακινείσαι | ||
γ' ενικ. | ανακινείται | ανακινούνταν | θα ανακινείται | να ανακινείται | ||
α' πληθ. | ανακινούμαστε | ανακινούμασταν ανακινούμαστε |
θα ανακινούμαστε | να ανακινούμαστε | ||
β' πληθ. | ανακινείστε | ανακινούσασταν ανακινούσαστε |
θα ανακινείστε | να ανακινείστε | ανακινείστε | |
γ' πληθ. | ανακινούνται | ανακινούνταν | θα ανακινούνται | να ανακινούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακινήθηκα | θα ανακινηθώ | να ανακινηθώ | ανακινηθεί | ||
β' ενικ. | ανακινήθηκες | θα ανακινηθείς | να ανακινηθείς | ανακινήσου | ||
γ' ενικ. | ανακινήθηκε | θα ανακινηθεί | να ανακινηθεί | |||
α' πληθ. | ανακινηθήκαμε | θα ανακινηθούμε | να ανακινηθούμε | |||
β' πληθ. | ανακινηθήκατε | θα ανακινηθείτε | να ανακινηθείτε | ανακινηθείτε | ||
γ' πληθ. | ανακινήθηκαν ανακινηθήκαν(ε) |
θα ανακινηθούν(ε) | να ανακινηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανακινηθεί | είχα ανακινηθεί | θα έχω ανακινηθεί | να έχω ανακινηθεί | ανακινημένος | |
β' ενικ. | έχεις ανακινηθεί | είχες ανακινηθεί | θα έχεις ανακινηθεί | να έχεις ανακινηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανακινηθεί | είχε ανακινηθεί | θα έχει ανακινηθεί | να έχει ανακινηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακινηθεί | είχαμε ανακινηθεί | θα έχουμε ανακινηθεί | να έχουμε ανακινηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανακινηθεί | είχατε ανακινηθεί | θα έχετε ανακινηθεί | να έχετε ανακινηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακινηθεί | είχαν ανακινηθεί | θα έχουν ανακινηθεί | να έχουν ανακινηθεί |