υφαλοκρηπίδα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υφαλοκρηπίδα < ύφαλος + -ο- + κρηπίδα (μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική piattaforma continentale: ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υφαλοκρηπίδα θηλυκό
- (γεωλογία, γεωγραφία) το τμήμα του παράκτιου βυθού της θάλασσας το οποίο αποτελεί την ομαλή προέκταση της ακτής κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ως το σημείο στο οποίο αυτή διακόπτεται απότομα (εκεί όπου ο βυθός αποκτά απότομη κλίση 30-45 μοίρες)