• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ακτή

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Δείτε επίσης
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ακτή < αρχαία ελληνική

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ακτή θηλυκό

  • το μέρος της ξηράς που γειτνιάζει με τη θάλασσα, παραλία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ακτογραμμή
  • παράκτιος

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • ακρογιαλιά
  • γιαλός
  • παραλία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • ακτή στη Βικιπαίδεια  

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ακτή
  • αγγλικά : coast (en)
  • γαλλικά : côte (fr), rivage (fr)
  • εβραϊκά : חוף (he)
  • πολωνικά : wybrzeże (pl)
  • φινλανδικά : ranta (fi)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ακτή&oldid=4962442"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Ιανουαρίου 2021, στις 20:39

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Ιανουαρίου 2021, στις 20:39.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie