Ακτή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ακτή | οι | Ακτές |
γενική | της | Ακτής | των | Ακτών |
αιτιατική | την | Ακτή | τις | Ακτές |
κλητική | Ακτή | Ακτές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ακτή < ακτή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈkti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐κτή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑκτή θηλυκό