οικισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οικισμός | οι | οικισμοί |
γενική | του | οικισμού | των | οικισμών |
αιτιατική | τον | οικισμό | τους | οικισμούς |
κλητική | οικισμέ | οικισμοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οικισμός αρσενικό (γεωγραφία)
- μικρό σύνολο κατοικιών
- (γενικότερα) κάθε αυτόνομη οικοδομημένη περιοχή