• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

οικισμός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : οἰκισμός

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικισμός οι οικισμοί
      γενική του οικισμού των οικισμών
    αιτιατική τον οικισμό τους οικισμούς
     κλητική οικισμέ οικισμοί
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οικισμός < οἰκισμός < οἰκίζω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

οικισμός αρσενικό (γεωγραφία)

  1. μικρό σύνολο κατοικιών
  2. (γενικότερα) κάθε αυτόνομη οικοδομημένη περιοχή

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    οικισμός
  • αγγλικά : settlement (en)
  • γαλλικά : site (fr)
  • ισπανικά : aldea (es)
  • ιταλικά : insediamento (it)
  • ουγγρικά : telep (hu)
  • πολωνικά : osiedle (pl)
  • πορτογαλικά : povoação (pt)
  • σερβικά : насеље (sr)
  • σουηδικά : bebyggelse (sv)
  • τσεχικά : osada (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οικισμός&oldid=4846586"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:41

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:41.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie