• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

οικισμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : οἰκισμός

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικισμός οι οικισμοί
      γενική του οικισμού των οικισμών
    αιτιατική τον οικισμό τους οικισμούς
     κλητική οικισμέ οικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
οικισμός < οἰκισμός < οἰκίζω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οικισμός αρσενικό (γεωγραφία)

  1. μικρό σύνολο κατοικιών
  2. (γενικότερα) κάθε αυτόνομη οικοδομημένη περιοχή

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    οικισμός
  • αγγλικά : settlement (en)
  • γαλλικά : site (fr), agglomération (fr), hameau (fr)
  • ισπανικά : aldea (es)
  • ιταλικά : insediamento (it)
  • ουγγρικά : telep (hu)
  • πολωνικά : osiedle (pl)
  • πορτογαλικά : povoação (pt)
  • σερβικά : насеље (sr)
  • σουηδικά : bebyggelse (sv)
  • τσεχικά : osada (cs)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οικισμός&oldid=5386970"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 22:05

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 22:05.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας