settlement
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
settlement | settlements |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
settlement (en)
- η συμφωνία, ο συμβιβασμός, η ρύθμιση, η διευθέτηση, μια επίσημη συμφωνία που τερματίζει μια διαμάχη μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων
They reached a settlement with them.
- Κατέληξαν σε συμφωνία/συμβιβασμό με αυτούς.
a lasting settlement - μια μόνιμη ρύθμιση/διευθέτηση
an out-of-court settlement - εξώδικη διευθέτηση
- (μη μετρήσιμο) η ρύθμιση, η διευθέτηση, η ενέργεια του να καταλήγω σε συμφωνία
the settlement of a dispute - η ρύθμιση/διευθέτηση μιας διαφοράς
- (νομικός όρος) η σύσταση, ο διακανονισμός, οι όροι, ή ένα έγγραφο που αναφέρει τους όρους, υπό τους οποίους δίνονται χρήματα ή περιουσία σε κάποιον
settlement of an annuity - σύσταση ετήσιας προσόδου
a marriage settlement - σύσταση προίκας
The terms of the settlement seem fair.
- Οι όροι του διακανονισμού φαίνονται δίκαιοι.
- (μη μετρήσιμο) η ρύθμιση, η ενέργεια του να ρυθμίζω ένα χρέος
the settlement of the farmers’ debts - η ρύθμιση των χρεών των αγροτών
- ο εποικισμός, η εποίκιση, ο αποικισμός, η αποίκιση, η αποικία, ένα μέρος όπου οι άνθρωποι έχουν έρθει να ζήσουν και να κάνουν τα σπίτια τους, ειδικά όπου λίγοι ή καθόλου άνθρωποι ζούσαν πριν
a rural/urban settlement - αγροτικός/αστικός εποικισμός
the first Greek settlement - πρώτος ελληνικός αποικισμός
overseas settlements - υπερπόντιες αποικίες
- (μη μετρήσιμο) ο εποικισμός, η εποίκιση, ο αποικισμός, η αποίκιση, η ενέργεια του να εποικίζω
uninhabited areas awaiting settlement - ακατοίκητες περιοχές που περιμένουν εποικισμό
the settlement of Asia Minor by the Greeks - ο αποικισμός της Μ. Ασίας από τους Έλληνες