ενικός         πληθυντικός  
settlement settlements

  Ετυμολογία

επεξεργασία
settlement < settle + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

settlement (en)

  1. η συμφωνία, ο συμβιβασμός, η ρύθμιση, η διευθέτηση, μια επίσημη συμφωνία που τερματίζει μια διαμάχη μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων
    ⮡  They reached a settlement with them.
    Κατέληξαν σε συμφωνία/συμβιβασμό με αυτούς.
    ⮡  a lasting settlement - μια μόνιμη ρύθμιση/διευθέτηση
    ⮡  an out-of-court settlement - εξώδικη διευθέτηση
  2. (μη μετρήσιμο) η ρύθμιση, η διευθέτηση, η ενέργεια του να καταλήγω σε συμφωνία
    ⮡  the settlement of a dispute - η ρύθμιση/διευθέτηση μιας διαφοράς
  3. (νομικός όρος) η σύσταση, ο διακανονισμός, οι όροι, ή ένα έγγραφο που αναφέρει τους όρους, υπό τους οποίους δίνονται χρήματα ή περιουσία σε κάποιον
    ⮡  settlement of an annuity - σύσταση ετήσιας προσόδου
    ⮡  a marriage settlement - σύσταση προίκας
    ⮡  The terms of the settlement seem fair.
    Οι όροι του διακανονισμού φαίνονται δίκαιοι.
  4. (μη μετρήσιμο) η ρύθμιση, η ενέργεια του να ρυθμίζω ένα χρέος
    ⮡  the settlement of the farmers’ debts - η ρύθμιση των χρεών των αγροτών
  5. ο εποικισμός, η εποίκιση, ο αποικισμός, η αποίκιση, η αποικία, ένα μέρος όπου οι άνθρωποι έχουν έρθει να ζήσουν και να κάνουν τα σπίτια τους, ειδικά όπου λίγοι ή καθόλου άνθρωποι ζούσαν πριν
    ⮡  a rural/urban settlement - αγροτικός/αστικός εποικισμός
    ⮡  the first Greek settlement - πρώτος ελληνικός αποικισμός
    ⮡  overseas settlements - υπερπόντιες αποικίες
  6. (μη μετρήσιμο) ο εποικισμός, η εποίκιση, ο αποικισμός, η αποίκιση, η ενέργεια του να εποικίζω
    ⮡  uninhabited areas awaiting settlement - ακατοίκητες περιοχές που περιμένουν εποικισμό
    ⮡  the settlement of Asia Minor by the Greeks - ο αποικισμός της Μ. Ασίας από τους Έλληνες