πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διευθέτηση οι διευθετήσεις
      γενική της διευθέτησης* των διευθετήσεων
    αιτιατική τη διευθέτηση τις διευθετήσεις
     κλητική διευθέτηση διευθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διευθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διευθέτηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία