διευθέτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διευθέτηση | οι | διευθετήσεις |
γενική | της | διευθέτησης* | των | διευθετήσεων |
αιτιατική | τη | διευθέτηση | τις | διευθετήσεις |
κλητική | διευθέτηση | διευθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διευθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διευθέτηση < (ελληνιστική κοινή) διευθέτησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιευθέτηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διευθετώ
- ※ Η σκηνική διευθέτηση είναι παρόμοια και στα δυο έργα εφόσον οι θρήνοι της Ιοκάστης ακολουθούν την ίδια τεχνική της αποσωματοποιημένης φωνής (voice-off) από τα παρασκήνια, όπως οι κραυγές της Κλυταιμνήστρας στο προηγούμενο έργο. (Ιωσήφ Βιβιλάκης, Στέφανος: a tribute to Walter Puchner, 2007, σελ. 1049)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διευθέτηση