αποσωματοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσωματοποιημένος < απο- + σωματοποιημένος
Επίθετο
επεξεργασίααποσωματοποιημένος
- (λόγιο, σπάνιο) που δίνει την εντύπωση ότι δεν έχει σωματική υπόσταση
- (λόγιο, σπάνιο) που αναφέρεται σε κάτι από στο οποίο δε συμμετέχει η σωματική υπόσταση
- ※ Η σκηνική διευθέτηση είναι παρόμοια και στα δυο έργα εφόσον οι θρήνοι της Ιοκάστης ακολουθούν την ίδια τεχνική της αποσωματοποιημένης φωνής (voice-off) από τα παρασκήνια, όπως οι κραυγές της Κλυταιμνήστρας στο προηγούμενο έργο. (Ιωσήφ Βιβιλάκης, Στέφανος: a tribute to Walter Puchner, 2007, σελ. 1049)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σωματοποιώ, σώμα και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσωματοποιημένος
|
Πηγές
επεξεργασία- αποσωματοποιημένος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας