↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσωματοποιημένος η αποσωματοποιημένη το αποσωματοποιημένο
      γενική του αποσωματοποιημένου της αποσωματοποιημένης του αποσωματοποιημένου
    αιτιατική τον αποσωματοποιημένο την αποσωματοποιημένη το αποσωματοποιημένο
     κλητική αποσωματοποιημένε αποσωματοποιημένη αποσωματοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσωματοποιημένοι οι αποσωματοποιημένες τα αποσωματοποιημένα
      γενική των αποσωματοποιημένων των αποσωματοποιημένων των αποσωματοποιημένων
    αιτιατική τους αποσωματοποιημένους τις αποσωματοποιημένες τα αποσωματοποιημένα
     κλητική αποσωματοποιημένοι αποσωματοποιημένες αποσωματοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσωματοποιημένος < απο- + σωματοποιημένος

  Επίθετο

επεξεργασία

αποσωματοποιημένος

  1. (λόγιο, σπάνιο) που δίνει την εντύπωση ότι δεν έχει σωματική υπόσταση
  2. (λόγιο, σπάνιο) που αναφέρεται σε κάτι από στο οποίο δε συμμετέχει η σωματική υπόσταση
    ※  Η σκηνική διευθέτηση είναι παρόμοια και στα δυο έργα εφόσον οι θρήνοι της Ιοκάστης ακολουθούν την ίδια τεχνική της αποσωματοποιημένης φωνής (voice-off) από τα παρασκήνια, όπως οι κραυγές της Κλυταιμνήστρας στο προηγούμενο έργο. (Ιωσήφ Βιβιλάκης, Στέφανος: a tribute to Walter Puchner, 2007, σελ. 1049)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία