πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντύπωση οι εντυπώσεις
      γενική της εντύπωσης* των εντυπώσεων
    αιτιατική την εντύπωση τις εντυπώσεις
     κλητική εντύπωση εντυπώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντυπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εντύπωση θηλυκό

  1. (ψυχολογία) η αποτύπωση στη συνείδηση κάποιου ενός γεγονότος, ερεθίσματος κ.λπ.
  2. η (κάπως αβέβαιη, ατεκμηρίωτη και ανολοκλήρωτη) ιδέα ή γνώμη που σχηματίζει κάποιος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία