εντυπωσιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εντυπωσιασμός < εντυπωσιάζω + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεντυπωσιασμός αρσενικό
- η ενέργεια του εντυπωσιάζω, η δημιουργία έντονων εντυπώσεων, πολλές φορές παρακάμπτοντας το λογικό του δέκτη