εντυπωσίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντυπωσίαση | οι | εντυπωσιάσεις |
γενική | της | εντυπωσίασης* | των | εντυπωσιάσεων |
αιτιατική | την | εντυπωσίαση | τις | εντυπωσιάσεις |
κλητική | εντυπωσίαση | εντυπωσιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντυπωσιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εντυπωσίαση < εντυπωσιάζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
εντυπωσίαση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντυπωσίαση
|