Ουσιαστικό

επεξεργασία

ostentation (en)

  • η χρηματεπίδειξη, ο λεφτακισμός

      ενικός         πληθυντικός  
ostentation ostentations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ostentation (fr) θηλυκό