-μός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -μός | οι | -μοί |
γενική | του | -μού | των | -μών |
αιτιατική | τον | -μό | τους | -μούς |
κλητική | -μέ | -μοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -μός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -μός
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-μός αρσενικό
- επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν την ενέργεια κάποιου ρήματος ή τα αποτελέσματά της
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ανάλογα με το θέμα του ρήματος απ' το οποίο παράγονται:
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
-μός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -μός < παράγωγο ρημάτων σε -ίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-mo-: *mos ή *-mós[1]
- Δείτε και την επέκταση στο ελληνιστικό -ισμός
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-μός αρσενικό
- παραγωγικό επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που προέρχονται από ρήματα και εκφράζουν την ρηματική πράξη
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.