-ωμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -ωμός | οι | -ωμοί |
γενική | του | -ωμού | των | -ωμών |
αιτιατική | τον | -ωμό | τους | -ωμούς |
κλητική | -ωμέ | -ωμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ωμός: → δείτε το επίθημα -μός
Επίθημα
επεξεργασία-ωμός αρσενικό
- το επίθημα -μός, για το σχηματισμό ουσιαστικών από ρήματα που το θέμα τους λήγει σε 'ω-