γλιτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλιτώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γλυτώνω με ορθογραφική απλοποίηση[1][2] < ἐγλυτώνω < *εκλυτώνω < ελληνιστική κοινή ἔκλυτος < αρχαία ελληνική λύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewH- → δείτε και την ετυμολογική γραφή γλυτώνω[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣliˈto.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλι‐τώ‐νω
- ομόηχο: γλυτώνω
Ρήμα
επεξεργασίαγλιτώνω, αόρ.: γλίτωσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (μεταβατικό) σώζω κάποιον από επικείμενο κίνδυνο, βλάβη ή ζημία
- (αμετάβατο) σώζομαι, απαλλάσσομαι από επικείμενο κίνδυνο, βλάβη ή ζημία
Άλλες μορφές
επεξεργασία- γλυτώνω (ετυμολογική γραφή)
Εκφράσεις
επεξεργασία- γλιτώνω από του χάρου τα δόντια / στόμα / νύχια
- γλιτώνω από τα χέρια κάποιου
- φτηνά τη γλιτώνω, φτηνά τη γλίτωσα
Συγγενικά
επεξεργασίαόλες οι λέξεις έχουν γραφές με γλι- και με ετυμολογικό γλυ-
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλιτώνω | γλίτωνα | θα γλιτώνω | να γλιτώνω | γλιτώνοντας | |
β' ενικ. | γλιτώνεις | γλίτωνες | θα γλιτώνεις | να γλιτώνεις | γλίτωνε | |
γ' ενικ. | γλιτώνει | γλίτωνε | θα γλιτώνει | να γλιτώνει | ||
α' πληθ. | γλιτώνουμε | γλιτώναμε | θα γλιτώνουμε | να γλιτώνουμε | ||
β' πληθ. | γλιτώνετε | γλιτώνατε | θα γλιτώνετε | να γλιτώνετε | γλιτώνετε | |
γ' πληθ. | γλιτώνουν(ε) | γλίτωναν γλιτώναν(ε) |
θα γλιτώνουν(ε) | να γλιτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλίτωσα | θα γλιτώσω | να γλιτώσω | γλιτώσει | ||
β' ενικ. | γλίτωσες | θα γλιτώσεις | να γλιτώσεις | γλίτωσε | ||
γ' ενικ. | γλίτωσε | θα γλιτώσει | να γλιτώσει | |||
α' πληθ. | γλιτώσαμε | θα γλιτώσουμε | να γλιτώσουμε | |||
β' πληθ. | γλιτώσατε | θα γλιτώσετε | να γλιτώσετε | γλιτώστε | ||
γ' πληθ. | γλίτωσαν γλιτώσαν(ε) |
θα γλιτώσουν(ε) | να γλιτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλιτώσει | είχα γλιτώσει | θα έχω γλιτώσει | να έχω γλιτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γλιτώσει | είχες γλιτώσει | θα έχεις γλιτώσει | να έχεις γλιτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γλιτώσει | είχε γλιτώσει | θα έχει γλιτώσει | να έχει γλιτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλιτώσει | είχαμε γλιτώσει | θα έχουμε γλιτώσει | να έχουμε γλιτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γλιτώσει | είχατε γλιτώσει | θα έχετε γλιτώσει | να έχετε γλιτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλιτώσει | είχαν γλιτώσει | θα έχουν γλιτώσει | να έχουν γλιτώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλιτώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γλιτώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ γλιτώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ γλυτώνω κ. (εσφαλμ.) γλιτώνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)