Δείτε επίσης: ζημιά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζημία οι ζημίες
      γενική της ζημίας των ζημιών
    αιτιατική τη ζημία τις ζημίες
     κλητική ζημία ζημίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζημία θηλυκό

  1. (λόγιο) βλάβη
  2. (λόγιο) ζημιά, κυρίως οικονομικής φύσεως

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζημί αἱ ζημίαι
      γενική τῆς ζημίᾱς τῶν ζημιῶν
      δοτική τῇ ζημί ταῖς ζημίαις
    αιτιατική τὴν ζημίᾱν τὰς ζημίᾱς
     κλητική ! ζημί ζημίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζημί
γεν-δοτ τοῖν  ζημίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ζημία < αν ζη-μία, συνδέεται με τα ζῆλος, ζητέω και σανσκριτικά dīná. Αβέβαιη η σύνδεση με πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dei̯H-[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.