επί ζημία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επί ζημία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπὶ ζημίᾳ < ἐπί, ζημίᾳ (δοτική ενικού του ζημία) → δείτε τις λέξεις επί και ζημία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεπί ζημία
- (λόγιο, νομικός όρος, με γενική) προς ζημιά, επιζήμιος
- ⮡ Ήταν έτοιμος να δεχθεί ακόμα και επί ζημία των προσωπικών του συμφερόντων.