Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επ' ωφελεία < (καθαρεύουσα ) ἐπί, ὠφελείᾳ (δοτική ενικού του ὠφέλεια) → δείτε τις λέξεις επί και ωφέλεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

επ' ωφελεία

Αντώνυμα επεξεργασία