επ' ωφελεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επ' ωφελεία < (καθαρεύουσα ) ἐπί, ὠφελείᾳ (δοτική ενικού του ὠφέλεια) → δείτε τις λέξεις επί και ωφέλεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεπ' ωφελεία
- (λόγιο, νομικός όρος) προς όφελος, επωφελής/επωφελώς, ωφέλιμος /ωφέλιμα
- ⮡ Η ανάπτυξη της δημοκρατίας είναι επ' ωφελεία όλων των πολιτών.