Δείτε επίσης: ωφέλεια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὠφέλει αἱ ὠφέλειαι
      γενική τῆς ὠφελείᾱς τῶν ὠφελειῶν
      δοτική τῇ ὠφελεί ταῖς ὠφελείαις
    αιτιατική τὴν ὠφέλειᾰν τὰς ὠφελείᾱς
     κλητική ! ὠφέλει ὠφέλειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠφελεί
γεν-δοτ τοῖν  ὠφελείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠφέλεια < ὠφελέω / ὠφελ(ῶ) + -εια [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὠφέλεια, -ας (& ὠφελία ανάλογα με το ρυθμό στην ποίηση)

  1. συνδρομή, επικουρία στρατιωτικής φύσης
  2. βοήθεια, υποστήριξη
  3. χρησιμότητα, κέρδος, όφελος
  4. λεία, λάφυρο (το κέρδος από πόλεμο ή κυνήγι)
  5. το θήραμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ωφελώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.