πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποστήριξη οι υποστηρίξεις
      γενική της υποστήριξης* των υποστηρίξεων
    αιτιατική την υποστήριξη τις υποστηρίξεις
     κλητική υποστήριξη υποστηρίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποστηρίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. >s.v.- υποστηρίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.