υποστήριξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποστήριξη | οι | υποστηρίξεις |
γενική | της | υποστήριξης* | των | υποστηρίξεων |
αιτιατική | την | υποστήριξη | τις | υποστηρίξεις |
κλητική | υποστήριξη | υποστηρίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποστηρίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υποστήριξη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὑποστήριξις[1] < ελληνιστική κοινή ὑποστηρίζω + -σις/-ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υποστήριξη θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ρήματος υποστηρίζω
- (μεταφορικά) ενίσχυση, υπεράσπιση, υποβοήθηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ >s.v.- υποστηρίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.