Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
soutien soutiens

soutien (fr) αρσενικό

  1. η υποστήριξη, το στήριγμα, η στήριξη, το αποκούμπι, η συμπαράσταση
  2. ο συμπαραστάτης