Δείτε επίσης: ἀπακούμπι, ἀποκούμπι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποκούμπι τα αποκούμπια
      γενική
    αιτιατική το αποκούμπι τα αποκούμπια
     κλητική αποκούμπι αποκούμπια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκούμπι < μεσαιωνική ελληνική ἀποκουμπῶ + (αναδρομικός σχηματισμός) < μεσαιωνική ελληνική ἀπακουμπῶ/ ποντιακή απακουμπίζω < μεσαιωνική ελληνική ἐπακουμπίζω/ ἐπακουμβίζω < ἐπί- + ἀκουμπίζω/ἀκουμβίζω.[1] → δείτε  μεσαιωνική ελληνική ἀπακούμπι με τις παραλλαγές του

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποκούμπι ουδέτερο

  • το καταφύγιο, το στήριγμα, η βοήθεια
    ⮡  Η εκκλησία είναι το αποκούμπι του λαού.
    ⮡  Η κυβέρνηση χρηματοδοτεί ένα πρόγραμμα, αποκούμπι των ανέργων παλιννοστούντων.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αποκούμπι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.