αποκούμπι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποκούμπι | τα | αποκούμπια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αποκούμπι | τα | αποκούμπια |
κλητική | αποκούμπι | αποκούμπια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκούμπι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποκούμπι ουδέτερο
- το καταφύγιο, το στήριγμα, η βοήθεια,
- Η εκκλησία είναι το αποκούμπι του λαού
- Η κυβέρνηση χρηματοδοτεί ένα πρόγραμμα, αποκούμπι των ανέργων παλιννοστούντων
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκούμπι
Πηγές επεξεργασία
- αποκούμπι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας