ποντιακά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ποντιακά | ||
γενική | των | ποντιακών | ||
αιτιατική | τα | ποντιακά | ||
κλητική | ποντιακά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ποντιακά < ποντιακ(ός) + -ά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ποντιακάουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) διάλεκτος της νέας ελληνικής γλώσσας από τα μεσαιωνικά ελληνικά από τον Πόντο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
ποντιακά
- με ποντιακό τρόπο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ποντιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ποντιακό