Δείτε επίσης: πόντος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Πόντος
      γενική του Πόντου
    αιτιατική τον Πόντο
     κλητική Πόντε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πόντος < πόντος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πόντος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πόντος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πόντος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία