Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Εύξεινος Πόντος
      γενική του Εύξεινου Πόντου
Ευξείνου Πόντου
    αιτιατική τον Εύξεινο Πόντο
     κλητική Εύξεινε Πόντε
Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δορυφορική φωτογραφία του Εύξεινου Πόντου

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εύξεινος Πόντος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Εὔξεινος Πόντος κυριολεκτικά: φιλόξενος πόντος (ευφημισμός) [1] Δείτε τις αρχαίες λέξεις εὔξεινος, ἄξεινος και πόντος
Δείτε στα μεσαιωνικά και νέα ελληνικά: Μαύρη Θάλασσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈef.ksi.nos ˈpon.dos/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εύξεινος Πόντος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.