ἄξεινος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄξεινος | τὸ | ἄξεινον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀξείνου | τοῦ | ἀξείνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀξείνῳ | τῷ | ἀξείνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄξεινον | τὸ | ἄξεινον | ||
κλητική ὦ! | ἄξεινε | ἄξεινον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄξεινοι | τὰ | ἄξεινᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀξείνων | τῶν | ἀξείνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀξείνοις | τοῖς | ἀξείνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀξείνους | τὰ | ἄξεινᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄξεινοι | ἄξεινᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀξείνω | τὼ | ἀξείνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀξείνοιν | τοῖν | ἀξείνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο επεξεργασία
ἄξεινος, -ος, -ον
Πηγές επεξεργασία
- ἄξεινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.