ἄξενος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄξενος | τὸ | ἄξενον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀξένου | τοῦ | ἀξένου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀξένῳ | τῷ | ἀξένῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄξενον | τὸ | ἄξενον | ||
κλητική ὦ! | ἄξενε | ἄξενον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄξενοι | τὰ | ἄξενᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀξένων | τῶν | ἀξένων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀξένοις | τοῖς | ἀξένοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀξένους | τὰ | ἄξενᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄξενοι | ἄξενᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀξένω | τὼ | ἀξένω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀξένοιν | τοῖν | ἀξένοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἄξενος < (άμεσο δάνειο) ιρανικής προέλευσης خشین (xašin, βαθύ μπλε, μαύρο) < πρωτοϊρανική *axšaina (σκοτεινός) που θεωρήθηκε παρετυμολογικά ως σύνθετο από ἀ- στερητικό + ξένος / ξεῖνος.[1] Οι Πέρσες ονόμαζαν τις θάλασσες με κάποιο χρώμα, ανάλογα με το σημείο του ορίζοντα που βρισκόταν: μαύρο για το βορρά, κόκκινο για το νότο, λευκό για τη δύση και πράσινο για την ανατολή [2]
Επίθετο επεξεργασία
ἄξενος, -ος, -ον
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ἄξεινος, Ἄξεινος Πόντος (ο Εὔξεινος Πόντος κατ' ευφημισμό)
επεξεργασία
- ↑ s.v. «Εύξεινος Πόντος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Black Sea - iranicaonline.org (στα αγγλικά)
Πηγές επεξεργασία
- ἄξενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.