μαύρο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαύρο | τα | μαύρα |
γενική | του | μαύρου | των | μαύρων |
αιτιατική | το | μαύρο | τα | μαύρα |
κλητική | μαύρο | μαύρα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Το 'μαύρο χρώμα.
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαύρο ουδέτερο
- (χρώμα) η απουσία χρώματος, η απουσία φωτός [1]
- (τηλεπικοινωνίες) έλλειψη εικόνας στην τηλεόραση, όταν σιγάζει το σήμα
- Έπεσε μαύρο στην ΕΡΤ και στον 902 για να μην μεταδίδεται η εκπομπή των υπό απόλυση δημοσιογράφων της κρατικής ραδιοτηλεόρασης
- (πολιτική) η καταψήφιση ενός υποψηφίου
- μαύρο στο Μαυρογιαλούρο!
- → δείτε και τη λέξη λευκό
- (αργκό) το χασίς
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μαύρο
Επεξεργασία
- ↑ Απόστολος Παπαποστόλου, Το χρώμα, σελ. 26, από Τμήμα Γραφιστικής και Οπτικής επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Προσπέλαση 2020-07-05.