πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαύρο τα μαύρα
      γενική του μαύρου των μαύρων
    αιτιατική το μαύρο τα μαύρα
     κλητική μαύρο μαύρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το 'μαύρο χρώμα.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαύρο ουδέτερο

  1. (χρώμα) η απουσία χρώματος, η απουσία φωτός [1]
  2. (τηλεπικοινωνίες) έλλειψη εικόνας στην τηλεόραση, όταν σιγάζει το σήμα
      πέφτει μαύρο (εξαφανίζεται η εικόνα)
  3. (πολιτική) η καταψήφιση ενός υποψηφίου
      μαύρο στο Μαυρογιαλούρο! (ατάκα από ελληνική ταινία)
     δείτε και τη λέξη λευκό
  4. (αργκό) το χασίς

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία