Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταψήφιση οι καταψηφίσεις
      γενική της καταψήφισης* των καταψηφίσεων
    αιτιατική την καταψήφιση τις καταψηφίσεις
     κλητική καταψήφιση καταψηφίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταψηφίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταψήφιση < καταψηφί(ζω) + ση. Αναλύεται σε κατα- + ψήφιση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταψήφιση θηλυκό

  1. η επικράτηση των αρνητικών ψήφων
  2. η αρνητική ψήφος
    • το να ψηφίζει κανείς αρνητικά

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία