καταψήφιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταψήφιση | οι | καταψηφίσεις |
γενική | της | καταψήφισης* | των | καταψηφίσεων |
αιτιατική | την | καταψήφιση | τις | καταψηφίσεις |
κλητική | καταψήφιση | καταψηφίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταψηφίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταψήφιση < καταψηφί(ζω) + ση. Αναλύεται σε κατα- + ψήφιση
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταψήφιση θηλυκό
- η επικράτηση των αρνητικών ψήφων
- η αρνητική ψήφος
- το να ψηφίζει κανείς αρνητικά
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταψήφιση
|