ψήφιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψήφιση | οι | ψηφίσεις |
γενική | της | ψήφισης* | των | ψηφίσεων |
αιτιατική | την | ψήφιση | τις | ψηφίσεις |
κλητική | ψήφιση | ψηφίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψηφίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψήφιση < ψηφί(ζω) + (καθαρεύουσα) -σις > -ση < αρχαία ελληνική αμάρτυρη *ψήφισις που απαντά μόνο ως λοκρικός τύπος στην αιτιατική ψάφιξξιν [1] και σε σύνθετες λέξεις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpsi.fi.si/
- όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tim‿ˈbzi.fi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψή‐φι‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψήφιση θηλυκό
- η ενέργεια του ψηφίζω, η διαδικασία και το αποτέλεσμά της
- ↪ Η κυβέρνηση θα φέρει το νομοσχέδιο προς ψήφιση στη βουλή.
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε στη λέξη: ψήφος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ψήφιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας