Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vote < λατινική votum < voveo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vote votes

vote (en)

  1. η ψήφος
    We must hammer out a policy that will bring us votes.
    Πρέπει να σχεδιάσουμε μια πολιτική που θα μας φέρει ψήφους.
  2. η ψηφοφορία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας vote
γ΄ ενικό ενεστώτα votes
αόριστος voted
παθητική μετοχή voted
ενεργητική μετοχή voting

vote (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vote votes

vote (fr) αρσενικό

  1. η ψηφοφορία
  2. η ψήφος
  3. το ψήφισμα
  4. η ψήφιση