vote
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vote | votes |
vote (en)
- η ψήφος
- ↪ We must hammer out a policy that will bring us votes.
- Πρέπει να σχεδιάσουμε μια πολιτική που θα μας φέρει ψήφους.
- ↪ We must hammer out a policy that will bring us votes.
- η ψηφοφορία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | vote |
γ΄ ενικό ενεστώτα | votes |
αόριστος | voted |
παθητική μετοχή | voted |
ενεργητική μετοχή | voting |
vote (en)
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vote | votes |
vote (fr) αρσενικό