ψηφοφορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψηφοφορία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψηφοφορία θηλυκό
- η εκλογική διαδικασία
- η συστημική διενέργεια επιλογής υπό καθεστώς προκαθορισμένων επιλογών που ορίζει κάποιος φορέας, οργάνωση, χώρα, καθεστώς κτλ.