ψήφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψήφος | οι | ψήφοι |
γενική | της | ψήφου | των | ψήφων |
αιτιατική | την | ψήφο | τις | ψήφους |
κλητική | ψήφε (ψήφο) |
ψήφοι | ||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψήφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψῆφος (χαλίκι για μέτρημα, για ψήφιση) < ψάω που σημαίνει τρίβω, κάνω κάτι λείο
- για το αρσενικό «ο ψήφος» πιθανόν (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁ ψῆφος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpsi.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψή‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψήφος θηλυκό και προφορικό, λαϊκότροπο αρσενικό[1]
- μικρή πέτρα που έχει λειανθεί με τριβή, όπως λιθάρι, χαλίκι, βότσαλο, πολύτιμος λίθος
- (πολιτική) οποιοδήποτε υλικό μέσον με το οποίο επιχειρείται ψηφοφορία, αυτό μπορεί να είναι σφαιρίδιο, ή ειδικό δελτίο από χαρτί που έχει προηγούμενα οριστεί, (ψηφοδέλτιο), ή άλλο υλικό (π.χ. όστρακο), ή ακόμα και η ανάταση του χεριού του ψηφοφόρου.
- η γνώμη που εκφράζεται με τη ψήφο σε ψηφοφορία,
- το δικαίωμα συμμετοχής σε ψηφοφορία
- ⮡ δόθηκε ψήφος στα 18
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ψηφ-
ψηφ-
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψήφος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ψήφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας