Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψηφισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψηφισμέν
ος
η
ψηφισμέν
η
το
ψηφισμέν
ο
γενική
του
ψηφισμέν
ου
της
ψηφισμέν
ης
του
ψηφισμέν
ου
αιτιατική
τον
ψηφισμέν
ο
την
ψηφισμέν
η
το
ψηφισμέν
ο
κλητική
ψηφισμέν
ε
ψηφισμέν
η
ψηφισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψηφισμέν
οι
οι
ψηφισμέν
ες
τα
ψηφισμέν
α
γενική
των
ψηφισμέν
ων
των
ψηφισμέν
ων
των
ψηφισμέν
ων
αιτιατική
τους
ψηφισμέν
ους
τις
ψηφισμέν
ες
τα
ψηφισμέν
α
κλητική
ψηφισμέν
οι
ψηφισμέν
ες
ψηφισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ψηφισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ψηφίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψηφισμένος