Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηφίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψηφίζω < ψῆφος (μικρή πέτρα για μέτρημα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psiˈfi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψη‐φί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

ψηφίζω, στ.μέλλ.: θα ψηφίσω, αόρ.: ψήφισα, παθ.φωνή: ψηφίζομαι, π.αόρ.: ψηφίστηκα, μτχ.π.π.: ψηφισμένος

  1. εκφράζω, μέσω της ψήφου μου, την προτίμησή μου για έναν υποψήφιο ή για μια ιδέα.
    δεν ξέρω ποιον να ψηφίσω
  2. (μεταφορικά) συμφωνώ με μία πρόταση ή κάνω μία πρόταση
    εγώ, παιδιά, ψηφίζω να πάμε σινεμά

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηφίζω < ψῆφος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ψηφίζω

  1. κάνω λογαριασμό υπολογίζοντας με ψηφίδες
  2. αποφασίζω, ψηφοφορώ

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ψηφίζω   ψηφίζομαι 
Παρατατικός  ἐψήφιζον   ἐψηφιζόμην 
Μέλλοντας  ψηφιῶ   ψηφιοῦμαι/ψηφίσομαι/ψηφισθήσομαι 
Αόριστος  ἐψήφισα   ἐψηφισάμην/ἐψηφίσθην 
Παρακείμενος  ἐψήφικα   ἐψήφισμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐψηφίσμην/ἐψηφισμένος ἦν 
Συντελ.Μέλλ.  ἐψηφισμένος ἔσομαι 

Σημειώσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία