Ετυμολογία

επεξεργασία
ψηφίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψηφίζω < ψῆφος (μικρή πέτρα για μέτρημα)[1]

ψηφίζω, στ.μέλλ.: θα ψηφίσω, αόρ.: ψήφισα, παθ.φωνή: ψηφίζομαι, π.αόρ.: ψηφίστηκα, μτχ.π.π.: ψηφισμένος

  1. εκφράζω, μέσω της ψήφου μου, την προτίμησή μου για έναν υποψήφιο ή για μια ιδέα.
      δεν ξέρω ποιον να ψηφίσω
      ΤΕΛΙΚΑ, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: ψηφίζουμε (επιλέγουμε πολιτικά) ή κλικάρουμε (επιλέγοντας την ψηφιακή μας καθημερινή πρακτική); Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα απαιτεί αυξημένη κριτική σκέψη και πράξη, πριν και μετά (την ψήφο ή το κλικάρισμα). (Η Ναυτεμπορική, Τελικά ψηφίζουμε ή κλικάρουμε; 5/5/2023)
  2. (μεταφορικά) συμφωνώ με μία πρόταση ή κάνω μία πρόταση
      εγώ, παιδιά, ψηφίζω να πάμε σινεμά

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
ψηφίζω < ψῆφος + -ίζω

ψηφίζω

  1. κάνω λογαριασμό υπολογίζοντας με ψηφίδες
  2. αποφασίζω, ψηφοφορώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ψηφίζω   ψηφίζομαι 
Παρατατικός  ἐψήφιζον   ἐψηφιζόμην 
Μέλλοντας  ψηφιῶ   ψηφιοῦμαι/ψηφίσομαι/ψηφισθήσομαι 
Αόριστος  ἐψήφισα   ἐψηφισάμην/ἐψηφίσθην 
Παρακείμενος  ἐψήφικα   ἐψήφισμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐψηφίκειν   ἐψηφίσμην/ἐψηφισμένος ἦν 
Συντελ.Μέλλ.  ἐψηφισμένος ἔσομαι 

Σημειώσεις

επεξεργασία