ψῆφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψῆφος < ψαφ- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψῆφος θηλυκό ιωνικός τύπος , (δωρικός τύπος : ψᾶφος, αιολικός τύπος : ψᾶφαξ, ψᾶφιγξ)
- πετραδάκι
- καθένα από τα πετραδάκια που χρησιμοποιούνταν για αρίθμηση και υπολογισμούς
- πετραδάκι που το έριχναν σε κάλπη για να ψηφίσουν
Εκφράσεις
επεξεργασία- καθαραὶ ψῆφοι: ακριβείς λογαριασμοί
- τὰς ψήφους διανέμομαι: μετρώ ψήφους κατά διανομή.
- τίθεμαι τὴν ψῆφον
- ψῆφον ἐπάγω: προτείνω ψηφοφορία
- ψῆφον φέρω: ψηφίζω
- ψήφοις λογίζομαι: (μετράω με ψήφους, δηλαδή πετραδάκια, και επομένως) μετράω και υπολογίζω σωστά, ακριβώς
Πηγές
επεξεργασία- ψῆφος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ψῆφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψῆφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.