συμψηφισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμψηφισμός < μεσαιωνική ελληνική συμψηφισμός < αρχαία ελληνική συμψηφίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμψηφισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συμψηφίζω
- ※ Εκατοντάδες εργολάβοι δημοσίων έργων κινδυνεύουν να βρεθούν στη φυλακή για χρέη προς το Δημόσιο, ενώ το Δημόσιο τους οφείλει σημαντικά ποσά από υλοποιημένα ή σε εξέλιξη έργα. Ο Σύνδεσμος Ανωνύμων Τεχνικών Εταιριών (ΣΑΤΕ) θέτει εκ νέου το ζήτημα του συμψηφισμού των φορολογικών υποχρεώσεων των εργοληπτικών επιχειρήσεων με τις τεράστιες οφειλές του Δημοσίου. (εφ. Ελευθεροτυπία, 22.06.2013)
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμψηφισμός