Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμψηφίζω < ελληνιστική κοινή συμψηφίζω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική συμψηφίζω < σύν + ψηφίζω < ψήφος

  Ρήμα επεξεργασία

συμψηφίζω (παθητική φωνή: συμψηφίζομαι)

  1. (οικονομία) (μεταξύ δύο μερών) υπολογίζω το τελικό ποσό που προκύπτει από τα χρέη του καθενός προς τον άλλο
  2. (νομικός όρος) συγχωνεύω κάποιες ποινές που έχουν δοθεί σε κάποιον (ενδεχομένως και με κάποιες που ήδη εκτέλεσε)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία