ενικός         πληθυντικός  
compensation compensations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

compensation (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αποζημίωση, το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε αυτόν που έπαθε κάποια ζημιά
    ⮡  I am entitled to compensation.
    Έχω αξίωση για αποζημίωση.
     συνώνυμα: damages
  2. (μη μετρήσιμο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) η αμοιβή, η αποζημίωση, τα χρήματα που λαμβάνει ένας εργαζόμενος για τη δουλειά του
    ⮡  Lazy people are equated with hard workers when there’s no differentiation in compensation of work.
    Εξισώνονται οι τεμπέληδες με τους εργατικούς, όταν δεν υπάρχει διαφοροποίηση στην αμοιβή της εργασίας.
    ⮡  They began to little by little cut our overtime compensation.
    Άρχισαν να μας κόβουν λίγο-λίγο την υπερωριακή αποζημίωση.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

compensation (fr)