damage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
damage | damages |
damage (en)
- (μη μετρήσιμο) η ζημιά, η βλάβη
- ⮡ The storm did great damage to the crops.
- Η θύελλα έκανε μεγάλη ζημιά στις καλλιέργειες.
- ⮡ The storm did great damage to the crops.
- (μόνο πληθυντικός) η αποζημίωση
- ⮡ He filed a claim for damages.
- Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.
- ≈ συνώνυμα: compensation
- ⮡ He filed a claim for damages.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | damage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | damages |
αόριστος | damaged |
παθητική μετοχή | damaged |
ενεργητική μετοχή | damaging |
damage (en)
- χαλάω, καταστρέφω, ζημιώνω, προκαλώ ζημιά ή βλάβη
- ⮡ damaged goods - χαλασμένα εμπορεύματα
- ⮡ Don’t pound the door, because you will damage it.
- Μην τη χτυπάς την πόρτα, γιατί θα τη χαλάσεις.
- ⮡ That will damage the crops.
- ⮡ fruit damaged by insects - φρούτα καταστραμμένα από έντομα
- Αυτό θα καταστρέψει/ζημιώσει τα σπαρτά.
- ⮡ The hail damaged the crops.
- Το χαλάζι έκανε ζημία στα σπαρτά.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdamage (fr) αρσενικό